σαφής
1σαφῆς — σαφής clear masc/fem acc pl (attic epic doric) σαφής clear masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …
2σαφής — clear masc/fem nom sg …
3σαφής — ές, ΝΜΑ 1. (για λόγο ή νόημα) ευκρινής, εναργής, καθαρός, εύκολα εννοούμενος (α. «η άποψή του δεν ήταν καθόλου σαφής» β. «σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον», Αισχύλ.) 2. φρ. «σοφόν το σαφές» η σαφήνεια τού λόγου και τών νοημάτων είναι γνώρισμα… …
4σαφής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς ξεκάθαρος, ευκρινής: Σαφής υπαινιγμός. – Δεν ήταν και τόσο σαφής στην ομιλία του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5σαφῆ — σαφής clear neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σαφής clear masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σαφής clear masc/fem acc sg (attic epic doric) …
6σαφέστερον — σαφής clear adverbial comp σαφής clear masc acc comp sg σαφής clear neut nom/voc/acc comp sg …
7σαφεστάτων — σαφής clear fem gen superl pl σαφής clear masc/neut gen superl pl …
8σαφεστέραις — σαφής clear fem dat comp pl σαφεστέρᾱͅς , σαφής clear fem dat comp pl (attic) …
9σαφεστέρων — σαφής clear fem gen comp pl σαφής clear masc/neut gen comp pl …
10σαφεστέρως — σαφής clear masc acc comp pl (doric) σαφής clear comp …