σατάν
1Σατᾶν — Σατάν adversary masc nom/voc sg …
2Σατάν — adversary masc nom/voc sg …
3Σατάν — Ετήσια σατιρική έκδοση (1927 1959). Εκδότης του ο Γ. Κοκκάλης με έδρα την Αλεξάνδρεια. Ο Γ. Κοκκάλης ίδρυσε και την επίσης ετήσια έκδοση Μεφιστό (1941 1955). Στις σελίδες και των δύο έντυπων έχουν καταχωρηθεί σκίτσα και γελοιογραφίες πολλών… …
4Σατανᾶ — Σατάν adversary masc gen sg …
5Σατανᾶς — Σατάν adversary masc nom sg …
6σατανάς — Τίτλος ελληνικών σατιρικών εφημερίδων της Ερμούπολης (1868), της Αθήνας (1871), της Κέρκυρας (1876), του Βόλου (1882), των Τρικάλων (1884), της Ζακύνθου (1895), της Μυτιλήνης (1911) και της Δράμας (1925). * * * ο / Σατάν, ΝΜΑ, και Σατᾱν ΜΑ εκκλ.… …
7AZAZEL — cuius mentio Levit. c. 16. v. 8. Iuliano Apostatae, Hebraeis, Valentinianis et Magis, daemon est. Unde Iulianus ex hoc loco Mosis conatus probare est, scripsisse hunc ὑπὲρ Α᾿ποτροπαίων, i. e. de Diis Averruncis, a Cyrillo docte refutatus in… …
8διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …
9σατάνειος — ἡ, Α ονομασία ενός είδους μουσμουλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Σατάν] …
10σατανικός — ή, ό / σατανικός, ή, όν, ΝΜΑ [Σατάν] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σατανά 2. διαβολικός, καταχθόνιος. επίρρ... σατανικώς / σατανικῶς, ΝΜΑ, και σατανικά Ν κατά τρόπο σατανικό …
- 1
- 2