σαρκική

  • 1σαρκικῇ — σαρκικός fem dat sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2σαρκική — σαρκικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3αιμομειξία — Σαρκική ένωση δύο προσώπων που είναι στενοί συγγενείς εξ αίματος. Από την αρχαιότητα είναι γνωστές πολλές περιπτώσεις που επιτρεπόταν η α. Στους Πέρσες, στους Σκύθες και τους Τατάρους ο πατέρας μπορούσε να παντρευτεί την κόρη του, ο αδελφός την… …

    Dictionary of Greek

  • 4σαρκικῆι — σαρκικῇ , σαρκικός fem dat sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …

    Dictionary of Greek

  • 6ηδονή — Το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί μια απόλαυση ή μια ευχάριστη είδηση, μια ανάμνηση ή μια τέρψη. Στην ψυχολογία, η. είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται στη συνείδησή μας από την εκπλήρωση φυσικών ή ψυχικών αναγκών του οργανισμού μας …

    Dictionary of Greek

  • 7πλεκώ — και σπλεκῶ, όω, Α έρχομαι σε σαρκική μίξη, συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πλεκῶ με σημ. «έρχομαι σε σαρκική μίξη» έχει σχηματιστεί πιθ. από το ουσ. πλέκος, ενώ ο τ. σπλεκῶ που παραδίδει ο Ησύχιος (απ όπου το ουσ. σπλέκωμα) έχει σχηματιστεί «εκ… …

    Dictionary of Greek

  • 8σαρκομανώ — έω, ΜΑ μαίνομαι από σαρκική επιθυμία ή διαπράττω σαρκική ακολασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. ερωτο μανώ, ιππο μανώ] …

    Dictionary of Greek

  • 9συνουσιάζω — ΝΜΑ [συνουσία] (στη νεοελλ. μόνον το μέσ. συνουσιάζομαι) έρχομαι σε σαρκική επαφή, κάνω έρωτα με κάποιον μσν. μτφ. συνενώνω («περόνας σιδηρᾱς ἀνθρακεύσαντες καὶ μάλα καρτερῶς ταύτας συνουσιάσαντες τῷ πυρί», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. συναναστρέφομαι με… …

    Dictionary of Greek

  • 10ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… …

    Dictionary of Greek