σαρκάζω
1σαρκάζω — tear fiesh like dogs pres subj act 1st sg σαρκάζω tear fiesh like dogs pres ind act 1st sg …
2σαρκάζω — σαρκάζω, σάρκασα βλ. πίν. 35 …
3σαρκάζω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. συρκίζω Α μιλώ ειρωνικά, χλευάζω κάποιον με κακή διάθεση, σκώπτω, περιπαίζω κάποιον αρχ. 1. σχίζω εντελώς την σάρκα με τα δόντια μου όπως τα σκυλιά («ἔλκουσιν δ ὅμως γλισχρότατα σαρκάζοντες ὥσπερ κυνίδια», Αριστοφ.) 2. (για ζώα… …
4σαρκάζω — σάρκασα, γελώ χαιρέκακα, ειρωνεύομαι με κακεντρέχεια: Εμείς υποφέρουμε κι αυτός σαρκάζει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5σαρκάζει — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres ind mp 2nd sg σαρκάζω tear fiesh like dogs pres ind act 3rd sg …
6σάρκαζε — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres imperat act 2nd sg σαρκάζω tear fiesh like dogs imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
7σαρκάζειν — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres inf act (attic epic) …
8σαρκάζοντας — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres part act masc acc pl …
9σαρκάζοντες — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres part act masc nom/voc pl …
10σαρκάζων — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres part act masc nom sg …