σαράπους

  • 1σαράπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α στραβοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σαίρω «σκουπίζω» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. καμψί πους, πλατύ πους] …

    Dictionary of Greek

  • 2SARAPUS — Graece Σαράπους et Σάραπος, cognomen Pittaci, unius e VII. Graeciae Sapientibus. Diogenes Laertius de illo, l. 1. c. 81. Τοῦτον Α᾿λκαῖος Σαράποδα μὲν καὶ Σάραπον ἐκάλει, διὰ τὸ πλατύπουνεἶναι καὶ ἐπισύρειν τὼ πόδε. Hunc Alcaeus Sarapodem et… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 3πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …

    Dictionary of Greek