σαπερδης
1σαπέρδης — the fish masc nom sg …
2σαπέρδης — ὁ, Α είδος θαλάσσιου ψαριού, αλλ. κορακίνος ή πλατίστακος. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] …
3σαπέρδαι — σαπέρδης the fish masc nom/voc pl σαπέρδᾱͅ , σαπέρδης the fish masc dat sg (doric aeolic) …
4σαπέρδαις — σαπέρδης the fish masc dat pl …
5σαπέρδη — σαπέρδης the fish masc voc sg …
6σαπέρδην — σαπέρδης the fish masc acc sg (attic epic ionic) …
7σαπέρδῃ — σαπέρδης the fish masc dat sg (attic epic ionic) …
8σαπερδίς — ίδος, ἡ, Α πιθ. ο σαπέρδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπέρδης + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κληματ ίς)] …
9σαπέρδας — σαπέρδᾱς , σαπέρδης the fish masc acc pl σαπέρδᾱς , σαπέρδης the fish masc nom sg (epic doric aeolic) …
10Σαπέρδιον — τὸ, Α [σαπέρδης] (ως υποκορ. τού σαπέρδη) υβριστικό παρωνύμιο τής εταίρας Φρύνης …
- 1
- 2