σανδαλοθήκη
1σανδαλοθήκη — ἡ, Α θήκη για την τοποθέτηση ή για τη φύλαξη σανδαλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον + θήκη] …
2σανδαλοθήκην — σανδαλοθήκη sandal case fem acc sg (attic epic ionic) …
3σανδαλοθήκας — σανδαλοθήκᾱς , σανδαλοθήκη sandal case fem acc pl σανδαλοθήκᾱς , σανδαλοθήκη sandal case fem gen sg (doric aeolic) …
4θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …