σαμβύκῃ

  • 21λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 22Καπετανάκης, Χριστόδουλος — (19ος αι.). Λόγιος. Το 1870 τύπωσε στην Καλαμάτα το ποίημα Η βαρύτονος σαμβύκη. Σώθηκε επίσης ένα ανέκδοτο κείμενό του, που τιτλοφορείται Περιγραφή τηςθεομητορικής αγίας εικόνας Διμίνοβας. Το τελευταίο αυτό κείμενο είναι ένα βιβλιοδετημένο… …

    Dictionary of Greek

  • 23μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα …

    Dictionary of Greek

  • 24ψαλτήριο — Έγχορδο μουσικό όργανο νυκτό, που όπως φαίνεται προέρχεται από την ασσυριακή Σαμβύκη (σαβίκα ή σαμβούκα) και απαντάται στους αρχαίους Έλληνες και στους Εβραίους (ως νέμπελ). Στην Ευρώπη εισάγεται από την Ανατολή –ιδιαίτερα από τον 12o αι. και… …

    Dictionary of Greek

  • 25σαμβύκαι — σαμβύ̱κᾱͅ , σαμβύκη a triangular musical instrument with four strings fem dat sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 26σαμβύκην — σαμβύ̱κην , σαμβύκη a triangular musical instrument with four strings fem acc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 27σαμβύκης — σαμβύ̱κης , σαμβύκη a triangular musical instrument with four strings fem gen sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 28sambuca — (Del lat. sambūca, y este del gr. σαμβύκη). 1. f. Antiguo instrumento musical de cuerda, semejante al arpa. 2. Máquina antigua de guerra, formada por una armazón de maderos y en ellos una plataforma levadiza, que subía y bajaba con cuerdas, para… …

    Diccionario de la lengua española

  • 29САМБУКА — (sambuca, лат.) – одно из самых неясных названий инструмента средних веков, которое большей частью употребляется в смысле греческой σαμβύκη (латин. s.) для обозначения одного вида небольшой арпанетты (псальтер); производя это слово от… …

    Музыкальный словарь Римана