σαμβυκιστρια

  • 1σαμβυκίστρια — η, ΝΑ βλ. σαμβυκιστής …

    Dictionary of Greek

  • 2Самбика — Самбика, самбука (греч. σαμβύκη, лат. sambuca) древнегреческий струнный щипковый инструмент типа треугольной арфы, вероятно, завезённый в Грецию с Ближнего Востока. Большинство авторов описывают самбику как инструмент небольшого размера с… …

    Википедия

  • 3σαμβυκιστής — ο, θηλ. σαμβυκίστρια, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) άτομο που έπαιζε την σαμβύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαμβύκη + κατάλ. ιστής (< ρ. σε ίζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 4σαμβύκη — η, ΝΑ έγχορδο οξύφθογγο μουσικό όργανο τών αρχαίων, τριγωνικού σχήματος, είδος άρπας με τέσσερεις ή και περισσότερες χορδές το οποίο χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην Συρία, στην Φοινίκη και στην Αίγυπτο, αλλά ήλθε και στην Ελλάδα αρχ. 1. (στους… …

    Dictionary of Greek