σαμαρίτης
1Σαμαρίτης — Samaritan masc nom sg …
2Σαμαριτῶν — Σαμαρίτης Samaritan masc gen pl …
3Σαμαρίταις — Σαμαρίτης Samaritan masc dat pl …
4Σαμαρίτην — Σαμαρίτης Samaritan masc acc sg (attic epic ionic) …
5Σαμαρίτας — Σαμαρίτᾱς , Σαμαρίτης Samaritan masc acc pl Σαμαρίτᾱς , Σαμαρίτης Samaritan masc nom sg (epic doric aeolic) …
6самаритянин — самарянин – то же, др. русск., ст. слав. самарѩнинъ (Супр.). Из греч. Σαμαρίτης от Σαμάρεια – название города и области в Палестине …
7Σαμαρείτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῑτις και Σαμαρῑτις, ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῑτας Α [Σαμάρεια] (συν. στον. πληθ.) οι Σαμαρείτες και οἱ Σαμαρεῑται οι κάτοικοι τής Σαμάρειας, που μέχρι το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό… …
8ՍԱՄԱՐԱՑԻ — (ցիք.) NBH 2 0691 Chronological Sequence: Unknown date ՍԱՄԱՐԱՑԻ որ եւ ՇԱՄՐՏԱՑԻ. σαμαρῖτης samaritanus. Տ. ʼի բռ. յտկ. ան …