σαμάτης

  • 1Σαμάτης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) βλ. Σαρμάτης …

    Dictionary of Greek

  • 2Σαρμάτης — και ποιητ. τ. Σαμάτης και Σαυρομάτης, ο, ΝΑ συν. στον πληθ. οι Σαρμάτες και οἱ Σαρμάται οι κάτοικοι τής Σαρματίας, νομαδικός λαός ιρανικής καταγωγής, ο οποίος κατά τον 6ο ώς τον 4ο π.Χ. αιώνα μετανάστευσε από την κεντρική Ασία στα Ουράλια και στη …

    Dictionary of Greek