σαλάκων
1σαλάκων — σάλαξ miner s sieve masc gen pl σαλάκων pretentious person masc nom/voc sg …
2σαλάκων — ωνος, ὁ, Α ματαιόδοξος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαξ, ακος «κόσκινο» + κατάλ. ων (πρβλ. γάστρ ων)] …
3σαλάκωνα — σαλάκων pretentious person masc acc sg …
4σαλάκωνας — σαλάκων pretentious person masc acc pl …
5σαλάκωνες — σαλάκων pretentious person masc nom/voc pl …
6σαλάκωνι — σαλάκων pretentious person masc dat sg …
7σαλάκωνος — σαλάκων pretentious person masc gen sg …
8нахал — нахальный. Прежде всего связано с болг. охален зажиточный ; с др. ступенью вокализма: болг. охолен довольный , охол надменный , сербохорв. о̀хол высокомерный, чванный , о хо̀ла высокомерие, чванство , словен. оhо̑l надменный , также холить,… …
9σαλακωνεία — και σαλακωνία, ἡ, Α [σαλάκων] ματαιοδοξία, αλαζονεία …
10σαλακωνεύομαι — και σαλακωνίζομαι και ενεργ. τ. σαλακωνίζω Α [σαλάκων] υπερηφανεύομαι, φέρομαι αλαζονικά, φέρομαι με ματαιοδοξία …