σαλπ-ίζω

  • 1πίφι(γ)ξ — και πίφηξ, γγος, ὁ, Α 1. είδος άγνωστου πτηνού 2. (κατά τον Ησύχ.) «κορυδαλλός». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τών τ. πιπ ίζω*, πιπ ῶ* και το εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. σάλπ ιγξ, στρ ίγξ) με ανομοιοτική τροπή τού ψιλού –π στο… …

    Dictionary of Greek