1σαλπισμός — trumpet call masc nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2σαλπισμός — ή σαλπιγμός, ὁ, Α [σαλπίζω] ο ήχος τής σάλπιγγας …
Dictionary of Greek
3σαλπισμοί — σαλπισμός trumpet call masc nom/voc pl …
4σαλπισμοῦ — σαλπισμός trumpet call masc gen sg …
5σαλπισμόν — σαλπισμός trumpet call masc acc sg …