σαλπικτής
1σαλπικτής — σαλπιγκτής trumpeter masc nom sg σαλπικτής trumpeter masc nom sg …
2σαλπικτής — ὁ, Α βλ. σαλπιγκτής …
3σαλπικτάς — σαλπικτά̱ς , σαλπιγκτής trumpeter masc acc pl σαλπικτά̱ς , σαλπιγκτής trumpeter masc nom sg (epic doric aeolic) σαλπικτά̱ς , σαλπικτής trumpeter masc acc pl σαλπικτά̱ς , σαλπικτής trumpeter masc nom sg (epic doric aeolic) …
4σαλπιγκτής — ο, ΝΜΑ, και σαλπιστής ΝΑ, και σαλπιχτής Ν, και σαλπικτής και σαλπιγκτήρ, ῆρος και βοιωτ. τ. σαλπικτάς και σαλπιγκτάς Α αυτός που σαλπίζει, που παίζει σάλπιγγα νεοελλ. 1. στρ. στρατιώτης τού οποίου έργο είναι να σαλπίζει τα παραγγέλματα για έγερση …
5σαλπικταῖς — σαλπιγκτής trumpeter masc dat pl σαλπικτής trumpeter masc dat pl …
6σαλπικταί — σαλπιγκτής trumpeter masc nom/voc pl σαλπικτής trumpeter masc nom/voc pl …
7σαλπικτοῦ — σαλπιγκτής trumpeter masc gen sg σαλπικτής trumpeter masc gen sg …
8σαλπικτῇ — σαλπιγκτής trumpeter masc dat sg (attic epic ionic) σαλπικτής trumpeter masc dat sg (attic epic ionic) …
9σαλπικτήν — σαλπιγκτής trumpeter masc acc sg (attic epic ionic) σαλπικτής trumpeter masc acc sg (attic epic ionic) …
10σαλπικτῶν — σαλπιγκτής trumpeter masc gen pl σαλπικτής trumpeter masc gen pl …