σαλαμίς
1Σαλάμις — Sp Salaminas Ap Σαλάμις/Salamis sen. graikų kalba Ap Σαλαμίνα/Salamina graikiškai L s. Sarono įl. ir mst. joje, PR Graikija …
2Σαλαμίς — Σαλαμί̱ς , Σαλαμίς fem nom/voc sg …
3Σαλαμίς — Αρχαία ελληνική πόλη της Κύπρου, στην ανατολική ακτή της, που ιδρύθηκε κατά την παράδοση από το γιο του Τελαμώνα Τεύκτρο. Αποικίστηκε από ελληνικά φύλα από τα τέλη της 2ης χιλιετίας και Έλληνες είναι συνήθως οι βασιλιάδες της του 6ου αι. π.Χ. που …
4Саламин — (Σαλαμις, Salamis): 1) о в близ берега Аттики, против Елевзина, отделенный от материка узким проливом. Другие названия о ва в древности Питиусса, Скирада, Кихрея. С незапамятных времен С. был занят выходцами с Эгины. Во время Троянской войны был… …
5Σαλαμῖνα — Σαλαμίς fem acc sg …
6Σαλαμῖνι — Σαλαμίς fem dat sg …
7Σαλαμῖνος — Σαλαμίς fem gen sg …
8Σαλαμῖν' — Σαλαμῖνα , Σαλαμίς fem acc sg Σαλαμῖνι , Σαλαμίς fem dat sg Σαλαμῖνε , Σαλαμίς fem nom/voc/acc dual …
9Coulouri — Salamine Pour les articles homonymes, voir Salamine (homonyme). Salamine Σαλαμίς (el) Géographie Pays …
10Salamine — Pour les articles homonymes, voir Salamine (homonyme). Salamine Σαλαμίς (el) Géographie Pays …