σαλαγή βοή

  • 1σαλάγη — και σαλαγή, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) θόρυβος, κραυγή, βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. σαλαγῶ] …

    Dictionary of Greek