-
1 σαλάτα
[салата] ουσ. Θ. салат,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σαλάτα
-
2 винегрет
винегретм1. ἡ σαλάτα, ἡ ρούσικη σαλάτα·2. перен ὁ κυκεών, ἡ «σαλάτα». -
3 винегрет
винегрет м το βινιεγκριέτ (σαλάτα παντζάρια με λάχανο τουρσί, πατάτα και λάδι)* * *мτο βινιεγκριέτ (σαλάτα παντζάρια με λάχανο τουρσί, πατάτα και λάδι) -
4 салат
салат м 1) (блюдо) η σαλάτα 2) (растение) το μαρούλι* * *м1) ( блюдо) η σαλάτα2) ( растение) το μαρούλι -
5 винегрет
-а α.βινιγκρέτ, ρωσική σαλάτα. || μτφ. ανακάτωμα (ανομοιογενών πραγμάτων και εννοιών), σαλάτα. -
6 салатный
επ.1. του μαρουλιού.2. για σαλάτα•-ая капуста κραμβολάχανο για σαλάτα.
3. μουντό πράσινο χρώμα. -
7 салат
салатм1. (растение) τό μαρούλι12. (кушанье) ἡ σαλάτα. -
8 винегрет
[βινιγκριέτ] ουσ. θ. σαλάτα -
9 салат
[σαλάτ] ουσ. α σαλάτα * -
10 винегрет
[βινιγκριέτ] ουσ θ σαλάτα -
11 салат
[σαλάτ] ουσ α σαλάτα * -
12 салат
-а α.θρίδακας (επιστ.) μαρούλι (λκ.),η σαλάτα μαρούλι.
См. также в других словарях:
σαλάτα — η, Ν είδος εδέσματος, ορεκτικού ή συμπληρωματικού τού κυρίως φαγητού, που παρασκευάζεται από ποικίλα προϊόντα, κυρίως από ωμά ή βρασμένα λαχανικά ή και από άλλα εδώδιμα, και στο οποίο προστίθενται διάφορα αρτυματικά, λάδι, ξίδι ή λεμόνι, καθώς… … Dictionary of Greek
σαλάτα — η (λ. ιταλ.) 1. ορεκτικό έδεσμα από λαχανικά ωμά ή βραστά. 2. μτφ., μπέρδεμα, ανακάτωμα: Τα έκανες σαλάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Greek salad — Greek salad. Greek salad (Greek χωριάτικη σαλάτα [xorˈjatiki saˈlata] rustic salad or θερινή σαλάτα [θeriˈni saˈlata] summer salad ) is a summer salad in Greek cuisine. Greek salad is made with pieces of tomatoes, sliced … Wikipedia
Ensalada griega — χωριάτικη σαλάτα. La ensalada griega (en griego: χωριάτικη σαλάτα) es una ensalada elaborada en Grecia con los ingredientes característicos de este país. La ensalada original está elaborada de tomate, pepino, pimiento y cebolla roja, todo ello… … Wikipedia Español
αγγουροντοματοσαλάτα — η σαλάτα από αγγούρι και ντομάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + ντομάτα + σαλάτα] … Dictionary of Greek
αγγουροσαλάτα — η σαλάτα από αγγούρι, λάδι και ξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + σαλάτα] … Dictionary of Greek
σαλατικό — το, Ν 1. κάθε λαχανικό ή οποιοδήποτε άλλο είδος εδωδίμου που χρησιμεύει για την παρασκευή τής σαλάτας 2. (κατ επέκτ.) η σαλάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός επιθ. *σαλατικός (< σαλάτα)] … Dictionary of Greek
σαλατικό — το 1. λαχανικό κατάλληλο για σαλάτα. 2. σαλάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Bauernsalat — Griechischer Salat Griechischer Salat, auch Bauernsalat oder Choriatiki (griechisch χωριάτικη σαλάτα), ist eine Vorspeise der griechischen Küche. Er besteht in seiner einfachsten Variante aus Gurken, Tomaten, grünen Paprika, Oliven, Schafskäse… … Deutsch Wikipedia
Choriatiki Salata — Griechischer Salat Griechischer Salat, auch Bauernsalat oder Choriatiki (griechisch χωριάτικη σαλάτα), ist eine Vorspeise der griechischen Küche. Er besteht in seiner einfachsten Variante aus Gurken, Tomaten, grünen Paprika, Oliven, Schafskäse… … Deutsch Wikipedia
Griechischer Bauernsalat — Griechischer Salat Griechischer Salat, auch Bauernsalat oder Choriatiki (griechisch χωριάτικη σαλάτα), ist eine Vorspeise der griechischen Küche. Er besteht in seiner einfachsten Variante aus Gurken, Tomaten, grünen Paprika, Oliven, Schafskäse… … Deutsch Wikipedia