σακκούδιον
1σακκούδιον — neut nom/voc/acc sg …
2σακκούδιον — τὸ, Α στον πληθ. τὰ σακκούδια είδη χρυσοχοΐας ή είδη τού γυναικείου ιματισμού και καλλωπισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού σάκκος σχηματισμένο κατά το λινούδιον (< λίνον)] …
3σακκουδίου — σακκούδιον neut gen sg …