Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σακίδιο

См. также в других словарях:

  • σακίδιο — το μικρός σάκος: Στρατιωτικό σακίδιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σακίδιο — το / σακκίδιον, ΝΑ (με υποκορ. σημ.) σάκος με μικρή χωρητικότητα νεοελλ. 1. μικρός σάκος που κρεμάει στον ώμο του ο στρατιώτης ή ο πεζοπόρος 2. στρ. μικρός σάκος που χρησίμευε ως υποδοχή για το γέμισμα με πυρίτιδα τών πυροβόλων που έβαλλαν… …   Dictionary of Greek

  • κακόπηρος — κακόπηρος, ον (Α) αυτός που έχει κακή πήρα, κακό σακίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πήρα «δερμάτινο σακίδιο»] …   Dictionary of Greek

  • μονόπηρος — μονόπηρος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει μόνο ένα σακίδιο, μια σακούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πήρα «σακίδιο»] …   Dictionary of Greek

  • αορτή — Μεγάλο αγγειακό στέλεχος που ξεκινά από την αριστερή κοιλία της καρδιάς, και αφού κάνει μια απόκλιση προς τα πάνω (ανιούσα α.), διαγράφει τόξο (αορτικό τόξο), και κατευθύνεται προς τα κάτω (κατιούσα α.) και καταλήγει στο ύψος του τέταρτου… …   Dictionary of Greek

  • γρυμέα — και γρυμαία, η (Α γρυμέα και γρυμαία) 1. σάκος ή κιβώτιο για τοποθέτηση ενδυμάτων ή εργαλείων 2. στρατιωτικό σακίδιο 3. μικρός σάκος που κρέμεται από τον τράχηλο αλόγων ή μουλαριών ή γαϊδουριών και περιέχει την τροφή τους, ταγάρι αρχ. σωρός από… …   Dictionary of Greek

  • γυργαθίον — γυργαθίον, το (Α) [γυργαθός] δικτυωτό σακίδιο, με σανό ή χόρτο …   Dictionary of Greek

  • εκδρομικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με εκδρομές ή αναφέρεται σε αυτές («εκδρομικός όμιλος», «εκδρομικό σακίδιο») …   Dictionary of Greek

  • εξάρτυση — η (Α ἐξάρτυσις) [εξαρτύω] νεοελλ. το σύνολο τών ατομικών αντικειμένων που κουβαλά κατά την πορεία ο στρατιώτης με στολή εκστρατείας, εκτός από το όπλο του, δηλ. ο γυλιός με το περιεχόμενό του, ο ζωστήρας, οι φυσιγγιοθήκες, το σακίδιο τών τροφίμων …   Dictionary of Greek

  • θυλάκιο — το (Α θυλάκιον) μικρός θύλακος, σακίδιο, σακούλι νεοελλ. 1. η τσέπη, ο θύλακος που ράβεται σε ορισμένα μέρη τών ρούχων 2. ανατ. μικρός κυστικός σχηματισμός που επενδύεται εσωτερικά από εκκριτικό ή απεκκριτικό επιθήλιο και αποτελεί στοιχείο πολλών …   Dictionary of Greek

  • θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»