σαθρὸν
1σαθρόν — σαθρός unsound masc acc sg σαθρός unsound neut nom/voc/acc sg …
2σαθρός — ή, ό / σαθρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που λόγω παλαιότητας δεν έχει αντοχή, επισφαλής, ετοιμόρροπος («σκυτέες τὰ σαθρὰ ὑγιέα ποιέουσι», Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που δεν έχει στερεή βάση, αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί εύκολα (α. «σαθρό επιχείρημα» β …
3гнильство — ГНИЛЬСТВ|О (2*), А с. То же, что гнилость. Перен.: и стр(с)ть пагѹбнѹю. и гнильство д҃шамъ въпадшеѥ. ѿсѣщи (ἐπὶ... σηπεδόνι) КР 1284, 330г; Си(х) скарѣдье и злосмрадье… гнил||ьство и немощь ѿ мужа с҃та ѹвѣдѣвъ. (τὸ σαθρόν) ЖВИ XIV–XV, 90–91 …
4θρασίμι — και θνασίμι και χρασίμι, το 1. ψοφίμι 2. (για ανθρώπους) θρασύδειλος, αυθάδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασόν (< αρχ. επίθ. σαθρόν, με μετάθεση) + κατάλ. ίμι (πρβλ. ψοφίμι). Κατ άλλους από το αρχ. επίθ. θηράσιμον «αυτό που μπορεί να θηρευθεί»] …
5ναχαδόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σαθρόν» …
6περικρούω — Α 1. κρούω, χτυπώ κάποιον ή κάτι ολόγυρα 2. (ειδικά) χτυπώ πήλινο ή μετάλλινο αγγείο από όλες τις πλευρές για να διαπιστώσω από τον ήχο του αν είναι σπασμένο ή όχι («εἴ πή τι σαθρὸν ἔχει, πᾱν περικρούωμεν», Πλάτ.) 3. (κυρίως το παθ.) περικρούομαι …
7σαυκρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἁβρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαυκρός (πρβλ. θαλυ κρός), όπως και ο τ. «σαυχμόν σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές» με διαφορετικό επίθημα (πρβλ. αὐχμός) και διαφορετική σημασία (πρβλ. αρχ. ινδ. sūksma «αδύνατος, λεπτός») είναι… …
8σαυχμόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σαχνόν, χαῡνον, σαθρόν, ἀσθενές». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. σαυκρός] …
9σαύνιον — και σαυνίον, τὸ, Α 1. ακόντιο, ιδίως βαρβαρικό («θηρεύουσι δὲ σαυνία ἀφ ἵππων βάλλοντες», Στράβ.) 2. μτφ. (με κωμ. σημ.) το ανδρικό μόριο 3. (κατά τον Ησύχ.) «σαθρόν, χαῡνον, ἀσθενές». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] …