σαγάπηνον
1σαγάπηνον — Ferula persica neut nom/voc/acc sg …
2σαγαπήνου — σαγάπηνον Ferula persica neut gen sg …
3σαγάπηνο — το / σαγάπηνον, ΝΑ είδος τού φυτού νάρθηξ αρχ. η ρητίνη που εξάγεται από αυτό το φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. περσικής προέλευσης] …
4σαγαπηνίζω — Α [σαγάπηνον] έχω οσμή ή γεύση όμοια με σαγάπηνο …
5σαγαπηνός — ή, όν, Α [σαγάπηνον] φρ. «σαγαπηνὸς ὀπός» το σαγάπηνο …