Перевод: с русского на все языки

σαββατόκυριακο

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • Σαββατοκύριακο — το, Ν οι ημέρες τού Σαββάτου και τής Κυριακής ως χρονικό σύνολο που λαμβάνεται μαζί και οι οποίες θεωρούνται ως ημέρες ανάπαυσης («καλό Σαββατοκύριακο») …   Dictionary of Greek

  • Σαββατοκύριακο — το Σάββατο και Κυριακή (ιδιαίτερα το διάστημα από το μεσημέρι του Σαββάτου ως το πρωί της Δευτέρας, γουίκ εντ): Πού θα πας το Σαββατοκύριακο; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γουήκ-εντ — το τέλος τής εβδομάδας, Σαββατοκύριακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) week end «τέλος της εβδομάδας»] …   Dictionary of Greek

  • Γιαννακόπουλος, Χρήστος — (1909 – 1963). Θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε με διάφορους συγγραφείς και ανέβασε πολλές επιθεωρήσεις και οπερέτες. Στενότερος συνεργάτης του υπήρξε ο Αλέκος Σακελλάριος. Μαζί έγραψαν πλήθος επιθεωρήσεων και… …   Dictionary of Greek

  • Γουάιλντερ, Μπίλι — (Billy Wilder, Βιέννη 1906 – Καλιφόρνια 2002). Αυστριακός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, αλλά ασχολήθηκε αρχικά με τη δημοσιογραφία και μετά με το σενάριο. Από το 1929 έως …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • αναψυχή — η ξεκούρασμα, ανακούφιση (σωματική και πνευματική): Πήγαν για αναψυχή το Σαββατοκύριακο σ ένα κοντινό νησί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιντεοκασέτα — η κασέτα που περιέχει μαγνητική ταινία με τηλεοπτικό υλικό, η οποία μπορεί να προβληθεί από συσκευή βίντεο: Νοίκιασα πέντε βιντεοκασέτες από το βιντεοκλάμπ, για να τις δω το Σαββατοκύριακο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γουικέντ — το (λ. αγγλ.), άκλ., το τέλος της εβδομάδας, το Σαββατοκύριακο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πικνίκ — το (λ. αγγλ.), γεύμα εκδρομέων στην εξοχή, όπου ο καθένας προσφέρει τα δικά του φαγητά: Το Σαββατοκύριακο φύγαμε στην εξοχή για ένα πικνίκ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»