σίνδρων
1σίνδρων — mischievous masc nom/voc sg …
2σίνδρων — ωνος, ὁ, Α πονηρός, ύπουλος, βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σινδρός] …
3σίνδρωνα — σίνδρων mischievous masc acc sg …
4σίνδρωνες — σίνδρων mischievous masc nom/voc pl …
5σινδρός — ὁ, Α σιναρός*, βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παραδίδεται στη γεν. πληθ. σινδρῶν. Έχει σχηματιστεί < θ. σιν τού σίνομαι «βλάπτω, καταστρέφω» με επίθημα ρός (πρβλ. ξη ρός, χλω ρός) και δυσερμήνευτο πρόσφυμα δ , που, κατά μία άποψη, αναπτύχθηκε… …
6σινδρωνεύομαι — Α [σίνδρων] (κατά το λεξ. Σούδα) «σίνομαι τοὺς ἄνδρας» …