σίλλῠβος
1σίλλυβος — ὁ, Α κομμάτι περγαμηνής με το όνομα τού συγγραφέα ή με τον τίτλο βιβλίου, το οποίο ήταν προσαρτημένο στο βιβλίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλλυβον με αλλαγή γένους (βλ. λ. σίλυβο)] …
2Syllabus — A syllabus (pl. syllabi or syllabuses; from Latin syllabus list , in turn from Greek σίλλυβος or σίττυβος sillybos/sittybos parchment label, table of contents ), is an outline and summary of topics to be covered in an education or training course …
3σίλυβο — το / σίλυβον, ΝΑ, και σίλλυβον Α λόγια ονομασία αγκαθωτού φυτού, κν. γνωστού σήμερα ως γαϊδουράγκαθο αρχ. στον πληθ. τὰ σίλλυβα (κατά τον Ησύχ. και τον Πολυδ.) διακοσμημένες παρυφές ενδυμάτων ή άθροισμα ισομεγέθων νημάτων που δένονται μαζί σφιχτά …
4σίσυβος — ὁ, Α 1. (κατά τον Φώτ.) «κροσσοί, ἱμάντες» 2. (κατά τον Ευστ.) «τοὺς θυσάνους γλῶσσά μέν τις σισύβους καλεῑ, ἡ δὲ κοινὴ κροσσούς». [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος διαλ. τ., αντί τού θύσανος, που συνδέεται με τα σίλλυβος και σίττυβος] …
5σιλλύβῳ — σίλλυβον milk thistle neut dat sg σίλλυβος parchment label masc dat sg …
6σίλλυβον — milk thistle neut nom/voc/acc sg σίλλυβος parchment label masc acc sg …