σίκῑνις
1σίκινις — fem nom sg σίκῑνις , σίκιννις fem nom sg …
2σικινίδων — σίκινις fem gen pl σικῑνίδων , σίκιννις fem gen pl …
3σίκιννις — ή σίκινις, ίνιδος, ἡ, και, κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου, σίκκινα, και κατά το λεξ. Σούδα σίκκινον, τὸ, Α είδος όρχησης στο σατυρικό δράμα, κατά την οποία οι Σάτυροι χόρευαν με γοργό ρυθμό, με τη συνοδεία λύρας ή αυλού και κάνοντας πολύ κρότο.… …