σίκυος π

  • 41σκυταλίας — ὁ, Α αυτός που έχει το σχήμα σκυτάλης, σχήμα ροπάλου («σκυταλίας σίκυος» μακρύ αγγούρι, Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκυτάλη + επίθημα ίας (πρβλ. κροταλ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 42φερόμβρον — τὸ, ΜΑ 1. το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό σίκυος ο άγριος, η πικραγγουριά 2. είδος τού φυτού ευφόρβια. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < φέρω + ὄμβρος] …

    Dictionary of Greek

  • 43ԻՇՈՒԿ — (իշկան կամ իշկոյ.) NBH 1 0867 Chronological Sequence: Unknown date, 13c գ. Փոքրիկ կամ անարդ էշ. *Յիշկան եւեթնստել, եթէ պէտք ինչ ինիցին. Տօնակ.: Տե՛ս եւ ԻՇԿՈՅ ՎԱՐՈՒՆԳ: (1 0867) ԻՇԿՈՅ ՎԱՐՈՒՆԳ. σίκυος ἅγριος cucumis agrestis. իտ. cocomero selvatico …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 44ՁՄԵՐՈՒԿ — (ի.) NBH 2 0160 Chronological Sequence: Unknown date, 12c, 14c գ. σίκυς, σίκυος cucumis. Պտուղ պարտիզի մեծ՝ կանաչ կեղեւով, մէջն կարմիր, զովացուցիչ. որ ըստ ոմանց շփոթի ընդ Մեղրապոպ. ... *Սեխ եւ ձմերուկ: Մտեալ ʼի պարտէզ՝ հարկանել զձմերուկ. Մխ. առակ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 45σικύωι — σικύῳ , σίκυος cucumber masc dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)