σίκυος π

  • 31ηδύγεως — ἡδύγεως > ὁ (Α) σικυός*, αγγούρι …

    Dictionary of Greek

  • 32κυκύιζα — κυκύϊζα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γλυκεῑα κολόκυντα». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες τού Ησυχίου κυκύϊζα και κύκυον είναι αβέβαιης ετυμολ. Προβληματική η σύνδεσή τους με το σικυός* «αγγούρι». Κατ άλλη άποψη, συνδέονται με το λατ. cucumis «αγγούρι»] …

    Dictionary of Greek

  • 33σίκυον — τὸ, Α [σικύα / σίκυος] πιθ. σπόρος αγγουριού ή κολοκυθιάς …

    Dictionary of Greek

  • 34σικυήλατον — και σικυήρατον και σικύρατον, τὸ, Α τμήμα κήπου κατάφυτο με αγγουριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + ήλατος / ήρατον (< ἐλαύνω «φυτεύω σε σειρές, σε πρασιές»), με εναλλαγή λ / ρ (πρβλ. κλῶμαξ / κρῶμαξ και αδελφός / αδερφός)] …

    Dictionary of Greek

  • 35σικυηδόν — Α επίρρ. (τροπ.) (ιδίως για κάταγμα) σαν το αγγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …

    Dictionary of Greek

  • 36σικυοειδή — τα, Ν βοτ. παλαιότερη λόγια ονομασία τής οικογένειας αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών κολοκυνθίδες ή κουρκουβιτίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος + ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων / πόλεως] …

    Dictionary of Greek

  • 37σικυώδης — (I) ες / σικυώδης, ῶδες, ΝΑ [σικύα] όμοιος με σικύα. (II) ες / σικυώδης, ῶδες, ΝΑ [σίκυος] όμοιος με σίκυο, με αγγούρι …

    Dictionary of Greek

  • 38σικυώνας — ο / σικυών, ῶνος, ΝΜ τόπος φυτεμένος με αγγουριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. καλαμ ών)] …

    Dictionary of Greek

  • 39σικυώνη — ἡ, Α 1. πικραγγουριά 2. βεντούζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σικύα / σίκυος + επίθημα ώνη (πρβλ. βρυ ώνη)] …

    Dictionary of Greek

  • 40σικυώνιος — ία, ον, Α [σίκυος] αυτός που προέρχεται από τον σίκυο, από το αγγούρι («σικυώνιον ἔλαιον», Αέτ.) …

    Dictionary of Greek