σίκυος π

  • 21σίκυς — υος, η και ο, ΝΑ νεοελλ. η καρπουζιά αρχ. 1. το αγγούρι, ο σίκυος 2. το φυτό σίκυος ο άγριος, η πικραγγουριά, γνωστό, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ονοματολογία, ως Εκκβάλιο το ελατήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σικύα (πρβλ. και σίκυος …

    Dictionary of Greek

  • 22ηδύγαιος — ἡδύγαιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλή γη, καλό χώμα ή παράγεται από καλή γη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδύγαιον το φυτό σικυός ή σίκυος*, κν. αγγουριά, και ο καρπός του, κν. αγγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γαία «γη». Το α΄ συνθετικό ηδυ απαντά σε… …

    Dictionary of Greek

  • 23πέπων — ο / πέπων, ον, ΝΑ νεοελλ. η πεπονιά και ο καρπός της, δηλ. το πεπόνι αρχ. 1. (ιδίως για καρπούς) αυτός που κατέστη μαλακός από τον ήλιο, ώριμος, γινωμένος 2. (ιδίως για το κρασί) εύγευστος, γλυκός 3. (για αποστήματα) έτοιμος για εμπύηση 4. ήπιος …

    Dictionary of Greek

  • 24σικυοπέπων — ονος, ὁ, Α το γνωστό με τη λόγια σήμερα ονομασία φυτό σίκυος ο πεπων*, το πεπόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + πέπων, ονος «πεπόνι»] …

    Dictionary of Greek

  • 25σικύδιον — (I) τὸ, Α [σικύα] υποκορ. τού σικύα. (II) τὸ, Α [σίκυος] υποκορ. τού σίκυος …

    Dictionary of Greek

  • 26σικύριον — τὸ, Α [σίκυος] ο σίκυος, το αγγούρι …

    Dictionary of Greek

  • 27тыква — укр. тиква, др. русск. тыкы, род. п. къве, болг. тиква, сербохорв. ти̏ква, словен. tîkva, чеш. tykev, слвц. tekvica, польск. tykwa. Сравнивают с греч. σίκυς м. огурец , σίκυος, род. п. ου – то же, местн. н. Σικυών Огуречный город , наряду с этим …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 28Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …

    Deutsch Wikipedia

  • 29CUCUMIS — Graecê Σίκυος, inter nascentia in hortis, mirâ voluptate Tiberio Principi olim expetitus. Nullô quippe non die contigit ei, pensiles corum hortos promoventibus in Solem rotis olitoribus: rursusque hibernis diebus intra specularium munimenta… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 30Σικυώνα — Ημιορεινός οικισμός (1.002 κάτ., υψόμ. 140 μ.), στην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ.). Βρίσκεται νότια και κοντά στο Κιάτο. Στην περιοχή της ήταν χτισμένη η ακρόπολη και η αρχαία πόλη Σικυών,… …

    Dictionary of Greek