σίδηρος
121απίεστος — η, ο (Α ἀπίεστος, ον) αυτός που δεν έχει υποστεί πίεση νεοελλ. αυτός που δεν υποκύπτει σε εκβιασμό αρχ. αυτός που δεν επιδέχεται πίεση, δεν είναι συμπιεστός (π.χ. λίθος, σίδηρος) …
122απόχυση — Μέθοδος που γίνεται σε υγρό κατασταλαγμένο, δηλαδή που έχει αυθόρμητα διαχωριστεί από ένα στερεό με την επίδραση της βαρύτητας. Αν σε ένα υγρό βρίσκονται στερεά σωματίδια σε αισθητές ποσότητες σαν αιώρημα σε ηρεμία, πρώτα διαχωρίζονται τα… …
123αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …
124αυλακεργάτης — αὐλακεργάτης, ο (Α) φρ. «αὐλακεργάτης σίδηρος» το υνί του αρότρου που ανοίγει αυλάκια …
125βασίλεια — (γερμ. Bâsel, γαλλ. Bâle). Πόλη (166.000 κάτ. το 2000) της Ελβετικής Ομοσπονδίας, πρωτεύουσα του ημικαντονίου Βασιλεία Πόλη (γερμ. Bâsel Stadt, γαλλ. Bâle Ville), το οποίο έχει έκταση μόλις 37 τ. χλμ. και 187.700 κατοίκους (2000). Είναι χτισμένη… …
126βασιλεία — (γερμ. Bâsel, γαλλ. Bâle). Πόλη (166.000 κάτ. το 2000) της Ελβετικής Ομοσπονδίας, πρωτεύουσα του ημικαντονίου Βασιλεία Πόλη (γερμ. Bâsel Stadt, γαλλ. Bâle Ville), το οποίο έχει έκταση μόλις 37 τ. χλμ. και 187.700 κατοίκους (2000). Είναι χτισμένη… …
127βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …
128βιτριόλι — Ονομασία που δόθηκε κατά το παρελθόν σε όλα τα θειικά άλατα. Β. αργίλου είναι η στυπτηρία ή στύψη, γαλάζιο β. ο θειικός χαλκός, λευκό β. ο θειικός ψευδάργυρος, πράσινο β. ο θειικός σίδηρος, που λέγεται και σιδηρούχο, και τέλος λάδι του β., το… …