σίδηρος

  • 111INDUS — dicitur ἐλεφανταλωγὸς, h. e. rector Elephanti, undecumque sit ortus, quia hac arte maxime praestant, qui in India nati sunt et alios docuêrunt. Polyb. l. 1. de Caecilio, qui Asdrubalem vicit fugavitque, θηρία συν` αὐτοῖς μὲν λ᾿νδοῖς ἔλαβε δέκα,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 112PALEA — vel quod palô ventiletur, vela Pale frugum inventrice, vel a Patulo, vel a Graeco πάλλειν dicta, quantumcumque vilis, Providentiam tamen Dei efficaciter arguit: Unde Lucilius Vaninus Italus, qui scriptô de Arcanis Naturae librô Naturam omnium… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 113SCYTHAE — populi fuêre celeberrimi, antiquissimi proximi, Eerrario hodie Tartari, gens numerosissima, in plures populos divisa: Sunt enim non in Asia solum, sed et in Europa, apud Maeotidem paludem, qui et Maeotae, Alani, Agathyrsi, Geloni, et Sauromatae:… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 114SIDERITES — apud Plin. l. 37. c. 4. adamas dictus est, non quod in ferrariis legatur officinis, uti Solino visum, sed quod ferrei coloris sit splendorisque. Apud eundem c. 10. Siderites lapis inter gemmas numeratur, quem ferro similem dicit litigia et… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 115Μάγνης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Αιόλου και της Εναρέτης και πατέρας του μυθικού μουσικού Λίνου, γενάρχης των Μαγνήτων. II (Ικαρία περ. 480 π.Χ. – 450 π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο παλαιότερος ποιητής της αρχαίας… …

    Dictionary of Greek

  • 116Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …

    Dictionary of Greek

  • 117Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …

    Dictionary of Greek

  • 118ακροσίδηρος — ἀκροσίδηρος, ον (Α) αυτός που έχει σιδερένια άκρη, αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + σίδηρος] …

    Dictionary of Greek

  • 119αλλοτροπία — Ιδιότητα που έχουν ορισμένες ουσίες να παρουσιάζονται με διάφορες μορφές ανάλογα με τις συνθήκες θερμοκρασίας ή πίεσης στις οποίες βρίσκονται. Οι μορφές αυτές παρουσιάζουν διαφορετική φυσική και χημική συμπεριφορά, σε ειδικές όμως περιπτώσεις… …

    Dictionary of Greek

  • 120αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …

    Dictionary of Greek