σίγυννοι

  • 1Σίγυνναι — και Σίγυννοι και Σίγιννοι, οἱ, Α λαός που κατοικούσε στον μέσο ρου τού Δούναβη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σιγύν(ν)ης] …

    Dictionary of Greek

  • 2σιγύν(ν)ης — και σίγυνος, ὁ, Α 1. λόγχη, δόρυ («σιγύννας... καλέουσι... Κύπριοι τὰ δόρατα», Ηρόδ.) 2. κάπηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. αβέβαιης προέλευσης. Η λ. σιγύνης συνδέεχαι με τους τ. Σιγύνναι / Σίγυννοι / Σίγιννοι «περσ. φυλή που… …

    Dictionary of Greek