-
1 σίγουρα
[сигура] εκίρ. конечно, безусловно,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σίγουρα
-
2 уверенно
-
3 небось
небосьчастица усил. разг σίγουρα (конечно, наверное)/ ἰσως, πιθανόν (наверное):он \небось устал σίγουρα θά κουράστηκε. -
4 определенно
определенн||онареч ὠρισμένως, σίγουρα / σαφώς, ξεκάθαρα (ясно, четко):\определенно знать что-л. γνωρίζω κάτι σίγουρα· \определенно высказываться ἐκφράζω σαφώς τή(ν) γνώμη μου. -
5 поди
подиI, подите повел, накл. от пойти́.поди́ IIразг1. вводн. сл. (вероятно) σίγουρα, ἀσφαλῶς, βέβαια:ты, \поди, работу уже сделал? ἐσύ σίγουρα θά ἐχεις τελειώσει τήν δουλειά;·2. частица (попробуй) δοκίμασε, τρέχα:поди́-ка уговори́ его́ δοκίμασε λοιπόν νά τόν πείσεις. -
6 наверно
-
7 наверно
навернонареч1. (несомненно) ἀσφαλώς, σίγουρα·2. (вероятно) μάλλον, κατά πᾶσαν πιθανότητα, ὅπως φαίνεται:я, \наверно, не приду́ μάλλον δέν θά ἐρθω. -
8 наверняка
наверняканареч разг ἀσφαλώς, βεβαίως/ σίγουρα (непременно). -
9 уверенно
уверенн||онареч σίγουρα, μέ βεβαιότητα, μέ πεποίθηση:говорить \уверенно ὁμιλώ μέ πεποίθηση· \уверенно смотреть вперед εἶμαι βέβαιος (или σίγουρος) γιά τό μέλλον. -
10 наверно
[ναβιέρνα] εκίρ. ασφαλώς, σίγουρα, μάλλον -
11 наверняка
[ναβιρνικά] εκίρ. βεβαίως, σίγουρα -
12 небось
[νιμπός'] μόρ. σίγουρα, ίσιος, πιθανόν -
13 определенно
[απριντιλιόννα] εκίρ. ορισμένως, σίγουρα -
14 уверенно
[ουβιέριννα] εκίρ. σίγουρα, με πεποίθηση -
15 almost surely
French\ \ presque sûrementGerman\ \ fast sicherDutch\ \ bijna zeker (van een bepaalde bewering)Italian\ \ quasi sicuramenteSpanish\ \ casi con toda seguridadCatalan\ \ quasi segurament; gairebé seguramentPortuguese\ \ quase certamenteRomanian\ \ aproape sigurDanish\ \ næsten sikkertNorwegian\ \ nesten helt sikkertSwedish\ \ nästan säkertGreek\ \ σχεδόν σίγουραFinnish\ \ melkein varmasti; lähes kaikkiallaHungarian\ \ majdnem biztosanTurkish\ \ hemen hemen kesinlikle; adeta kesinlikleEstonian\ \ peaaegu kindlastiLithuanian\ \ beveik užtikrintaiSlovenian\ \ skoraj zagotovoPolish\ \ prawie na pewnoRussian\ \ почти точноUkrainian\ \ майже напевноSerbian\ \ -Icelandic\ \ nánast örugglegaEuskara\ \ ia ziurFarsi\ \ gh rib be y ghinPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ تقريباً متأكدAfrikaans\ \ byna seker (vir 'n bepaalde bewering)Chinese\ \ 殆 必 然 的 ; 殆 全 的Korean\ \ 거의 확실하게 -
16 наверно
[ναβιέρνα] επίρ ασφαλώς, σίγουρα, μάλλον -
17 наверняка
[ναβιρνικά] επίρ βεβαίως, σίγουρα -
18 небось
[νιμπός'] μόρ σίγουρα, ίσιος, πιθανόν -
19 определенно
[απριντιλιόννα] επίρ ορισμένως, σίγουρα -
20 уверенно
[ουβιέριννα] επίρ σίγουρα, με πεποίθηση
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σιγούρα — Ν (ξεν.) ναυτ. βλ. σιγουράρω … Dictionary of Greek
PAS Giannina F.C. — PAS Giannina Full name Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος Γιάννινα (Panepirotic Athletic Association Giannina) Nickname(s) Ajax of Epirus Pagourades (Canteen Men) Founded … Wikipedia
σίγουρος — Επώνυμο οικογένειας της Ζακύνθου, που καταγόταν από τους Νορμανδούς ιππότες της Γαλλίας de Segur. Απόγονοι της οικογένειας αυτής εγκαταστάθηκαν στην Απουλία και τη Ζάκυνθο. Γενάρχης του κλάδου της Ζακύνθου ήταν ο Νούκιος. 1. Δραγανίγος (1547… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Non-English usage of quotation marks — A Non English usage of quotation marks Punctuation apostrophe ( … Wikipedia
παναραβισμός — Μία από τις πλέον παρεξηγημένες ίσως έννοιες στη σύγχρονη διεθνή ιστορία είναι η έννοια του αραβισμού, δηλαδή του σύγχρονου εθνικισμού των Αράβων, που στηρίζεται στην έννοια του αραβισμού ή του αραβικού έθνους. Το κριτήριο της εθνικής ταυτότητας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Σκόμπι, Ρόναλντ Μακένζι — (Scobie). Άγγλος στρατιωτικός, που γεννήθηκε το 1893. Λοχαγός στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, πήρε μέρος και στο B’ και έφτασε ως το βαθμό του υποστράτηγου. Διοικητής της Μάλτας (1942), πολέμησε αργότερα στη Μέση Ανατολή. Το 1944 αποβιβάστηκε στην… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
γερός — ή, ό (AM γερός, ά, όν) (για κτήρια) στερεός μσν. νεοελλ. ακέραιος, ολάκαιρος νεοελλ. (για ανθρώπους) 1. υγιής 2. εύρωστος, ρωμαλέος, δυνατός 3. ικανός, έμπειρος σε κάτι («γερός μάστορας») 4. (για πράγματα) στερεός, ασφαλής, ανθεκτικός 5. (για… … Dictionary of Greek