σέλινον
21κυλινδρώ — και κυλιντρώ και κυλιντρίζω και κυλινδρώνω (AM κυλινδρῶ, όω, Μ και κυλιντρώ και κυλιντρίζω) [κύλινδρος] νεοελλ. δίνω σε κάτι μορφή κυλίνδρου, κυλινδρικό σχήμα νεοελλ. αρχ. ισοπεδώνω, ομαλίζω, λειαίνω μια επιφάνεια εδάφους ή έναν δρόμο, τήν… …
22ορεοσέλινον — ὀρεοσέλινον, τὸ (Α) ορεινό σέλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεο (βλ. λ. όρος [II]) + σέλινον] …
23ούλος — (I) η, ο (Α επικ και ιων. τ. οὖλος, η, ον) βλ. όλος νεοελλ. φρ. «είναι με τα ούλα του» δεν τού λείπει τίποτε, είναι τέλειος. (II) η, ο (ΑΜ οὖλος, η, ον) (για τρίχες) σγουρός, κατσαρός («οἱ ἐκ τῆς Λιβύης οὐλότατον τρίχωμα έχουσι πάντων ἀνθρώπων»,… …
24πολύγναμπτος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές 2. αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», Ανθ. Παλ.) 3. σγουρός, κατσαρός («πολύγναμπτον σέλινον», Θεοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γναμπτός «καμπύλος» (< γνάμπτω… …
25σελίνινος — ίνη, ον, ΜΑ [σέλινον] αυτός που αποτελείται από σέλινο …
26σελινάτον — τὸ, Α ο σελινίτης οίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + επίθημα ᾶτον (πρβλ. σησαμ ᾶτον)] …
27σελινίτης — ὁ, Α (σε συνεκφ. με το οἶνος) κρασί αρωματισμένο με σέλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + επίθημα ίτης (πρβλ. μηλ ίτης (Ι)] …
28σελινίτις — ίτιδος, ἡ, Α το φυτό σεληνῑτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + επίθημα ῖτις (πρβλ. ποταμ ῖτις)] …
29σελινοειδής — ές, Α όμοιος με σέλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + ειδής*] …
30σελινοφόρος — ὁ, Α 1. αυτός που φορούσε στεφάνι από σέλινο 2. αυτός που μετέφερε σέλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + φόρος*] …