σέβομαι δ
1σέβομαι — σέβομαι, σεβάστηκα βλ. πίν. 201 …
2σέβομαι — feel awe pres ind mp 1st sg …
3σέβομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. σέβω Α 1. αισθάνομαι και εκδηλώνω σεβασμό προς κάποιον ή προς κάτι (α. «σέβομαι τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας ιστορία» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», Σοφ.) 2. τιμώ με ευλάβεια («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ) νεοελλ. τηρώ …
4σέβομαι — σεβάστηκα 1. έχω σεβασμό, εκτιμώ βαθιά: Σέβεται τους γονείς του. 2. τηρώ: Σέβεται το λόγο του. 3. υπακούω: Σέβεται τους νόμους. 4. «Σέβομαι τον εαυτό μου», τηρώ στάση αξιοπρεπή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5σέβεσθε — σέβομαι feel awe pres imperat mp 2nd pl σέβομαι feel awe pres ind mp 2nd pl σέβομαι feel awe imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
6σεβομένων — σέβομαι feel awe pres part mp fem gen pl σέβομαι feel awe pres part mp masc/neut gen pl …
7σεβόμεθα — σέβομαι feel awe pres ind mp 1st pl σέβομαι feel awe imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
8σεβόμενον — σέβομαι feel awe pres part mp masc acc sg σέβομαι feel awe pres part mp neut nom/voc/acc sg …
9σεβόμεσθα — σέβομαι feel awe pres ind mp 1st pl σέβομαι feel awe imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
10σέβευ — σέβομαι feel awe pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) σέβομαι feel awe imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) …