σάρκα τὴν ἐμὴν κατεμπρήσας πυρί

  • 1κατεμπίμπρημι — (AM) (επιτ. τ. τού εμπίμπρημι*) καταστρέφω κάτι με τη φωτιά, κατακαίω («σάρκα τήνδε τὴν έμήν κατεμπρήσας πυρί», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐμ πίμπρημι «κατακαίω»] …

    Dictionary of Greek