σάμψουχον
1σάμψουχον — marjoram neut nom/voc/acc sg …
2σάμψουχον — τὸ, Α βλ. σάμψυχο …
3σαμψούχου — σάμψουχον marjoram neut gen sg …
4σαμψούχῳ — σάμψουχον marjoram neut dat sg …
5σαμψουχίζω — και, δ. γρφ., σαμψυχίζω Α [σάμψουχον / σάμψυχον] 1. μοιάζω με το φυτό σάμψουχον* («σαμψουχίζω τῇ ὀσμῇ», Διοσκ.) 2. παθ. σαμψουχίζομαι μυρίζω όπως το φυτό σάμψουχον* …
6σαμψούχινος — και, δ. γρφ., σαμψύχινος, ίνη, ον, Α παρασκευασμένος με σάμψουχον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάμψουχον / σάμψυχον + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] …
7sampsuco — (Del lat. sampsuchum < gr. sampsukhon , medicina.) ► sustantivo masculino BOTÁNICA Mejorana, planta medicinal. * * * sampsuco (del lat. «sampsūchum», del gr. «sámpsouchon») m. *Mejorana (planta labiada). * * * sampsuco. (Del lat. sampsūchum, y …
8σάμψυχο — τὸ / σάμψυχον, ΝΑ, και σάψυχο Ν, και σάμψουχον Α το γνωστό με την λόγια ονομασία φυτό Ορίγανον το αμάρακον, κοινώς γνωστό σήμερα ως ματζουράνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] …
9σάμψυχος — ἡ, Α το φυτό σάμψυχο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σάμψυχον / σάμψουχον*, κατά τα θηλ.] …
10σαμψούχος — Α (κατά τον Ησύχ.) «πλείστη γίνεται ἐν Αἰγύπτῳ ἄλλοι δὲ μάραθον καλοῡσι αὐτήν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τού σάμψουχον] …
- 1
- 2