σάμερόν μ
1σάμερον — Α (δωρ. τ.) βλ. σήμερον …
2σάμερον — σά̱μερον , σήμερον to day doric (indeclform adverb) …
3CYRENE sive CYRENAE — CYRENE, five CYRENAE plural. numeri insigne Libyae oppid. inter Syrtim maiorem, et Mareotidem situm, unum ex iis quae Pentapolim efficiunt, a Batto Thereo (quem Callimachus progenitorem suum fuisse tradit) conditum, a Cyrene, Penei amnis filia… …
4σήμερα — σήμερον ΝΜΑ, και σήμερις και σήμερο και λόγιος τ. σήμερον Ν, και δωρ. τ. σάμερον και αττ. τ. τήμερον και τήμερα Α επίρρ. αυτή την ημέρα, την παρούσα ημέρα, σε αντιδιαστολή προς τη χθεσινή και προς την αυριανή (α. «δεν θα τελειώσουν τη δουλειά… …