σάμβαλον
1σάμβαλον — neut nom/voc/acc sg (aeolic) …
2σάμβαλον — τὸ, Α (αιολ. τ.) βλ. σάνδαλον …
3σάμβαλα — σάμβαλον neut nom/voc/acc pl (aeolic) …
4σάνδαλο — το / σάνδαλον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σάμβαλον, Α το σανδάλι αρχ. ψάρι με πλατύ σχήμα, αλλ. σανδάλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. ανατολικής προέλευσης. Η εναλλαγή τών συμφωνικών συμπλεγμάτων νδ / μβ στους τ. σάνδαλον, σάμβαλον οδηγεί στο συμπέρασμα… …
5сандалия — русск. цслав., ст. слав. сан(ъ)далии σανδάλιον (Остром., Мар., Зогр.) Из греч. σανδάλιον, но сандалы мн., вероятно, заимств. с запада через ит. sandala от лат. sandalium. Первоисточником этих слов является греч. σάνδαλον, лесб. σάμβαλον… …
6ασάμβαλος — ἀσάμβαλος, ον (Α) ασάνδαλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σάμβαλον, αιολ. τ. του σάνδαλον] …
7ποικιλοσάμβαλος — ον, Α (αιολ. τ.) αυτός που φορά κεντημένα, πλουμιστά σανδάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + σάμβαλον, αιολ. τ. τού σάνδαλον] …
8σέμπαλα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδήματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τών σάνδαλον / σάμβαλον] …
9σαμβαλουχίς — ίδος, ἡ, Α σαμβαλούχη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάμβαλον, αιολ. τ. τού σάνδαλον + ουχίς (< οῦχος* + κατάλ. ίς, ίδος)] …
10σαμβαλούχη — ἡ, Α θήκη κατάλληλη για την τοποθέτηση ή για την φύλαξη σανδάλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάμβαλον, αιολ. τ. τού σάνδαλον + ούχη (< οῦχος* < ἔχω)] …
- 1
- 2