σάλαγξ

  • 1σάλαγξ — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς ἀγαθὸς καὶ μεταλλικὸν σκεῡος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαξ, ακος «κόσκινο τών μεταλλουργών», με εκφραστικό έρρινο ένθημα γ ] …

    Dictionary of Greek

  • 2σηλαγγεύς — ὁ, Α χρυσωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σηλαγγεύς < σᾰλαγξ «μεταλλικό σκεύος» (< σάλος*), ενώ το η τού τ. κατ επίδραση τού σῆραγξ «σανίδωμα που χρησιμοποιούσαν οι χρυσωρύχοι» (βλ. λ. σήραγγα)] …

    Dictionary of Greek