σάκτας
1σάκτας — σάκτᾱς , σάκτας pudenda muliebria masc acc pl σάκτᾱς , σάκτας pudenda muliebria masc nom sg (epic doric aeolic) σάκτᾱς , σάκτης masc acc pl σάκτᾱς , σάκτης masc nom sg (epic doric aeolic) …
2σάκτας — ὁ, Α 1. σάκος, θύλακος 2. το γυναικείο αιδοίο, σάκανδρος* 3. γιατρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, συγκεντρώνω, τακτοποιώ» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω) + κατάλ. –τᾱς. Η λ. ανάγεται στο ρ. σάττω λόγω τού ότι στον σάκο συγκεντρώνονται, στοιβάζονται …
3σάκτην — σάκτας pudenda muliebria masc acc sg (attic epic ionic) σάκτης masc acc sg (attic epic ionic) …
4σάκτης — σάκτας pudenda muliebria masc nom sg σάκτης masc nom sg …
5σάκτου — σάκτας pudenda muliebria masc gen sg σάκτης masc gen sg …
6σάκτα — σάκτᾱ , σάκτας pudenda muliebria masc nom/voc/acc dual σάκτας pudenda muliebria masc voc sg σάκτᾱ , σάκτας pudenda muliebria masc gen sg (doric aeolic) σάκτας pudenda muliebria masc nom sg (epic) σάκτᾱ , σάκτης masc nom/voc/acc dual σάκτης… …
7ινδουισμός — Η κυριότερη ινδική θρησκεία, που δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση άριων δοξασιών, λαϊκών μορφών λατρείας και βραχμανισμού. H διαμόρφωση αυτού του θρησκευτικού συγκρητισμού έγινε σε συνάρτηση με τη στρατιωτική επέκταση προς τα ανατολικά και τα… …
8σάκταν — σάκτᾱν , σάκτας pudenda muliebria masc acc sg (epic doric aeolic) σάκτας pudenda muliebria masc acc sg σάκτᾱν , σάκτης masc acc sg (epic doric aeolic) σάκτης masc acc sg …
9σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… …
10σακτήρ — ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) σάκος, θύλακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, τακτοποιώ» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω) + επίθημα τήρ (πρβλ. φυλακ τήρ) για την σημ. βλ. και λ. σάκτας] …
- 1
- 2