σάγος
1σάγος — coarse cloak masc nom sg …
2σάγος — ὁ, ΜΑ μσν. υφασμάτινο κάλυμμα υποζυγίου, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από το σαμάρι ή τη σέλα υποζυγίου, κασάς αρχ. 1. χρωματιστός μάλλινος μανδύας τών Γαλατών 2. μανδύας τών Ισπανών 3. στρατιωτικός μανδύας 4. πιθ. μάλλινο… …
3σάγοι — σάγος coarse cloak masc nom/voc pl …
4σάγοις — σάγος coarse cloak masc dat pl …
5σάγον — σάγος coarse cloak masc acc sg …
6σάγου — σάγος coarse cloak masc gen sg …
7σάγους — σάγος coarse cloak masc acc pl …
8σάγων — σάγος coarse cloak masc gen pl …
9σάγῳ — σάγος coarse cloak masc dat sg …
10σαγίον — τὸ, ΜΑ [σάγος] μσν. (στο Βυζάντιο) επενδύτης ή κάλυμμα αρχ. υποκορ. τού σάγος …
Страницы
- 1
- 2