σάββᾰτ-ον
1Σαβελλίτης — ὁ, Α σαββελιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαβέλλιος + κατάλ. ίτης (πρβλ. Σαββατ ίτης)] …
2τριτιάτικος — η, ο, Ν αυτός που συμβαίνει την ημέρα Τρίτη. επίρρ... τριτιάτικα την Τρίτη, κατά την Τρίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρίτη + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. δευτερ ιάτικος, σαββατ ιάτικος)] …