ρόος

  • 31ρους — (I) ο / ῥοῡς, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥόος και κυπρ. τ. ῥόFος, Α 1. η ροή, η κίνηση, το ρεύμα τού νερού (α. «ο ρους τού Αράχθου», β. «Βόσπορον ῥόον θεοῡ», Αισχύλ. γ. «ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. φορά, κατεύθυνση, πορεία (α. «ο ρους …

    Dictionary of Greek

  • 32ροϊκός — Αρχιτέκτονας και χαλκοπλάστης από τη Σάμο. Έζησε στα μέσα του 7ου αι. και ήταν γιος του Φιλέα ή Φιλαίου. Δημιούργησε μια οικογένεια Σάμιων καλλιτεχνών, που οι πιο γνωστοί τους είναι ο γιος του Τηλεκλής και ο εγγονός του Θεόδωρος. Κατά τον Ηρόδοτο …

    Dictionary of Greek

  • 33ροώδης — (I) ες / ῥοώδης, ῶδες, ΝΑ [ῥόος / ῥοή] νεοελλ. αυτός που έχει την ιδιότητα να ρέει, ρευστός («ροώδης μάζα») αρχ. 1. (για θάλασσα) ο κυματώδης, αυτός που ταράσσεται από ορμητικά ρεύματα («τὸ μάλιστα ῥοῶδες τού πελάγους», Αιλιαν.) 2. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 34σύρρους — ουν, και οος, οον, Α αυτός που ρέει μαζί, αυτός που έχει κοινό ρου με άλλον («συμβαίνει δὲ τὴν λίμνην τῇ παρακείμενῃ θαλάσσῃ σύρρουν γεγονέναι», Πολ.) αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ σύρρους α) συρροή β) χώρος στο μέσο στεγασμένων στοών στον οποίο έτρεχαν …

    Dictionary of Greek

  • 35υγρορροώ — έω, Α είμαι υγρός ή ρευστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + ρροῶ (< ρρους< ῥόος / ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. ὁμο ρροῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 36υδατόρροια — ἡ, Μ ροή νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + ρροια (< ρρους < ῥόος / ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. αἱμόρροια] …

    Dictionary of Greek

  • 37υδρορόος — ὁ, Α υδρορρόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ρόος (< ῥέω), πρβλ. δακρύ ρροος] …

    Dictionary of Greek

  • 38υπέρροος — ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που ρέει από μεγάλο ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ῥόος / ῥοῦς «ρεύμα, ροή» (πρβλ. σύ ρροος)] …

    Dictionary of Greek

  • 39υπόρρους — και ασυν. τ. οος, ὁ, Α οχετός ή αγωγός από τον οποίο αποχετεύεται το υγρό κατά τις θερμές υπολούσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ρρους (< ῥόος / ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. κατά ρρους] …

    Dictionary of Greek

  • 40χείμαρρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) του νομού Σερρών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (25 τ. χλμ.). * * * ο / χείμαρρος, ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, ουν και ασυναίρ. οος, οον, Α το αρσ. ως ουσ. 1. ορμητικό και ακανόνιστο ρεύμα νερού που σχηματίζεται… …

    Dictionary of Greek