ρόος
21μελίρροος — μελίρροος, οον και ους, ουν (Α), αυτός που στάζει μέλι, μελίρρυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥόος (< ρέω), πρβλ. αιμό ρροος, βαθύ ρροος] …
22μορμύρω — (ΑΜ μορμύρω) (για νερό) ρέω προξενώντας ήχο, ρέω με μουρμουρισμό («ἀφρῷ μορμύροντα ἰδών», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. μσν. (γενικά) μουρμουρίζω αρχ. (για τη θάλασσα) (ενεργ. και μέσ.) προξενώ θόρυβο, παφλάζω («ῥόος ὠκεανοῑο ἀφρῷ μορμύρων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ …
23μυξόρρους — μυξόρρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ρέει από τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + ῥόος / ῥοῦς (< ῥέω), πρβλ. ιχθυό ρρους] …
24παλίρρους — παλίρρους, ουν και οος, οον (Α) 1. αυτός που ρέει προς τα πίσω («εἰς δὲ γῆν πάλιν κλύδων παλίρρους ἦγε ναῡν», Ευρ.) 2. (για την αναπνοή) αυτός που εισέρχεται και εξέρχεται («παλίρρους ἀήρ», Οππ.) 3. αυτός που επανέρχεται εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ …
25πλατύρρους — ουν και οος, οον, Α (ποιητ. τ.) (για ποταμούς) αυτός που έχει πλατύ ρεύμα («ὅς καρπώσεται ὅσην πλατύρρους Νεῑλος ἀρδεύει χθόνα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύ * + ῥόος, ῥοῦς (< ῥέω)] …
26πλουσιόρους — ουν, Α αυτός που έχει άφθονο νερό κατά τη ροή του, που κυλάει άφθονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + ρους (< ῥόος / ῥοῦς< ῥέω), πρβλ. καλλί ρους] …
27ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν …
28ροΐζω — ΜΑ [ῥόος / ῥοή] (σχετικά με άλογο) οδηγώ στο νερό για να πλύνω («ῥοΐσαντα εἰς ὕδωρ γλυκύ», Ιππιατρ.) …
29ροΐσκος — (I) ο / ῥοΐσκος, ΝΜΑ 1. μικρό ρόδι 2. κουμπί ή θύσανος, με σχήμα ή με χρώμα ρόιδου, κόσμημα τών ιερατικών στολών, κυρίως στο στιχάριο τού διακόνου και στον σάκο τών αρχιερέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα «ροδιά» + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. καλαμ ίσκος).… …
30ροείδιον — τὸ, Α [ῥόος / ῥοή] ρυάκι …