ράων
1ράων — ᾷον, και ῥᾷος, ον, και ιων. τ. ῥήων, ον, Α ευκολότερος. επίρρ... ῥᾳόνως και ῥάως Α ευκολότερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥᾶ (Ι)] …
2ῥᾴων — ῥάιος fem gen pl ῥάιος masc/neut gen pl ῥᾴδιος easy masc/fem nom comp sg ῥαίω break pres part act masc nom sg …
3πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… …
4ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… …
5ράος — ον, Α βλ. ῥᾴων …
6ράσσων — Α ῥᾴων. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥᾶ (Ι)] …
7ράως — Α επίρρ. βλ. ῥᾴων …
8ρήων — ον, Α ιων. τ. βλ. ῥάων …
9ραόνως — Μ επίρρ. βλ. ῥᾴων …