-
1 ρύζι
[ризи] ουσ. о. рис.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρύζι
-
2 рис
-
3 с
с (со ) 1) (при указании на содержимое) με; суп с рисом η σούπα με ρύζι; кофе с молоком о καφές με γάλα 2) в знач. союза "и" μαζί вы с нами пойдёте? θα ρθείτε μαζί μας, 3) (при указании срока, времени) από; с завтрашнего дня από αύριο; с месяц (тому назад ) εδώ και (или περίπου) ένα μήνα ◇ убрать со стола ξεστρώνω (или σηκώνω) το τραπέζι; с разрешения... με την άδεια...* * *= со1) ( при указании на содержимое) μεсуп с ри́сом — η σούπα με ρύζι
ко́фе с молоко́м — ο καφές με γάλα
2) в знач. союза и μαζίвы с ни́ми пойдёте? — θα ρθείτε μαζί μας
3) (при указании срока, времени) απόс за́втрашнего дня — από αύριο
с ме́сяц (тому́ наза́д) — εδώ και ( или περίπου) ένα μήνα
••убра́ть со стола́ — ξεστρώνω ( или σηκώνω) το τραπέζι
с разреше́ния... — με την άδεια…
-
4 рисовый
επ.του ρυζιού•-ое поле ρυζοχώ-ραφο•
-ая солома ρυζάχυρο.
|| από ρύζι, με ρύζι•рисовый отвар ζωμός ρυζιού•
рисовый суп ρυζόσου-πα•
-ые котлеты ρυζοκεφτέδες.
εκφρ.- ая бумага – χαρτί από ρυζάχυρα. -
5 рис
η όρυζα, разг. το ρύζι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рис
-
6 шала
с.-х. το ακαθάριστο ρύζι (για σπορά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шала
-
7 рис
рисм τό ρύζι, ἡ δρυζα. -
8 рисовый
ри́сов||ыйприл τοῦ ρυζιοδ:\рисовыйяя каша ὁ λαπδς ἀπό ρύζι· \рисовый суп ἡ ρυζόσουπα· \рисовый отвар ὁ ζωμός τοῦ ρυζιοδ. -
9 сечка
сечкаж1. (нож) ὁ κρεοκόπτης, τό σατίρι·2. (крупа) τό χοντροαλεσμένο ρύζι, τό μπληγοὔρι·3. (солома) τά ψιλοκομμένα ἄχυρα -
10 рис
[ρίς] ουσ. α. ρύζι -
11 рис
[ρίς] ουσ α ρύζι -
12 каша
-и θ.1. χυλός, ηουρκούτι, κάσια•молочная каша κουρκουτόγαλα•
манная каша χυλός με σιμιγδάλι•
гречневая каша πληγούρι από μαυρο-σίταρο•
рисовая каша χυλός από ρύζι.
2. πολτός, μάζα•после дождя дорога превратилась в какую-то грязную -у μετά τις βροχές οι λάσπες στο δρόμο έγιναν σαν κουρκούτι.
3. μτφ. ανακατωσούρα, σύγχυση, κυκεώνας•у него каша в голове το μυαλό του κουρκούτιασε.
εκφρ.каша во рту у кого – κουρκούτι έχει στο στόμα, είναι ακατάληπτος•заварить -у – εξυφαίνω, μαγειρεύω•каша во рту – δυσκατάληπτη προφορά•расхлёбывать -у – τα ξεμπερδεύω•берзовая каша – βέργα, βίτσα, αγία ράβδος (ως μέσο τιμωρίας)•накормить берзовой -ей – βιτσίζω, πέφτει η αγία ράβδος•мало -и ел – είναι άπειρος ακόμα, πρέπει να φάει πολλά καρβέλια ακόμα•просят -и – (για υποδήματα κ.τ.τ.) είναι τρύπια (παρομοίωση των οπών με ανοιχτά στόματα)•- и маслом не испортишь – η αφθονία αγαθών δε ζημιώνει•с -ей съем – (απειλή) θα τον φάω (θα τον σκοτώσω). -
13 крахмал
-а α.άμυλο, αμυλάλευρο•картофельный крахмал άμυλο από πατάτα•
рисовый крахмал άμυλο από ρύζι.
|| αμυλόκολλα.εκφρ.животный крахмал – βλ. гликоген. -
14 рис
-а (рису) α. ρύζι, το φυτό καθώς και οι καρποί του•плантации -а φυτείες ρυζιού, ορυζώνας.
-
15 сарацинский
-
16 шала
-ы θ.ακαθάριστο ρύζι για σπορά.
См. также в других словарях:
ρύζι — Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ.), στην πρώην επαρχία Φαρσάλων, του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρσάλων. * * * το, Ν 1. βοτ. κοινή ονομασία του ετήσιου αγρωστώδους φυτού Oryza sativa, τού γένους όρυζα, καθώς και τού εδώδιμου… … Dictionary of Greek
ρύζι — το ιού, το φυτό και ο καρπός του· φρ., «Βράσε ρύζι», για ατυχίες που δεν επανορθώνονται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Μπανγκλαντές — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Δ, Β και Α με την Ινδία και ΝΑ με τη Μυανμάρ. Βρέχεται Ν από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Tο Μ. ανέκτησε την ανεξαρτησία του το 1971. Αντιστοιχεί στην πρώην ανατολική επαρχία του Πακιστάν, από την οποία αποσπάστηκε… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek