ρωμαλέος
1ῥωμαλέος — strong of body masc nom sg …
2ρωμαλέος — α, ο / ῥωμαλέος, α, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλή ρώμη, που είναι γεμάτος δύναμη, ιδίως σωματική, που έχει σφριγηλότητα, εύρωστος, δυνατός («ῥωμαλέος κατὰ χεῑρα», Πλούτ.) αρχ. 1. υγιής 2. ανδρείος, γενναίος 3. (για πράγματα,… …
3ρωμαλέος — α, ο γεμάτος δύναμη, εύρωστος: Μπροστά του είχε έναν πολύ ρωμαλέο άντρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ῥωμαλεώτερον — ῥωμαλέος strong of body adverbial comp ῥωμαλέος strong of body masc acc comp sg ῥωμαλέος strong of body neut nom/voc/acc comp sg …
5ῥωμαλέα — ῥωμαλέος strong of body neut nom/voc/acc pl ῥωμαλέᾱ , ῥωμαλέος strong of body fem nom/voc/acc dual ῥωμαλέᾱ , ῥωμαλέος strong of body fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
6ῥωμαλεωτέρων — ῥωμαλέος strong of body fem gen comp pl ῥωμαλέος strong of body masc/neut gen comp pl …
7ῥωμαλεώτατα — ῥωμαλέος strong of body adverbial superl ῥωμαλέος strong of body neut nom/voc/acc superl pl …
8ῥωμαλεώτατον — ῥωμαλέος strong of body masc acc superl sg ῥωμαλέος strong of body neut nom/voc/acc superl sg …
9ῥωμαλέαι — ῥωμαλέος strong of body fem nom/voc pl ῥωμαλέᾱͅ , ῥωμαλέος strong of body fem dat sg (attic doric aeolic) …
10ῥωμαλέον — ῥωμαλέος strong of body masc acc sg ῥωμαλέος strong of body neut nom/voc/acc sg …