ρωμαλέος

  • 81μαγκλάρας — και μαγκλαράς, ο 1. άνδρας ψηλός και άχαρος, ασουλούπωτος 2. ρωμαλέος, ψηλόκορμος άνδρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού μέγκλος* «θαυμάσιος άνθρωπος», με αφομοιωτική τροπή τού ε σε α ] …

    Dictionary of Greek

  • 82μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 83μυώδης — ες (Α μυώδης, ῶδες) [μυς] αυτός που έχει ανεπτυγμένους μυς, που είναι γεμάτος με μυώνες, ρωμαλέος νεοελλ. σχετικός με τους μυς αρχ. 1. όμοιος με το ποντίκι 2. αυτός που ταιριάζει σε ποντικό ή είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα τού ποντικού («τὸ δ… …

    Dictionary of Greek

  • 84νεανικός — ή, ό (ΑΜ νεανικός και Α ιων. τ. νεηνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε νεανία (α. «νεανικό φέρσιμο», β. «ἀλλὰ κἀκ τῶν λειψάνων δεῑ τῶνδε ῥώμην νεανικὴν σχεῑν», Αριστοφ.) 2. δραστήριος, ρωμαλέος, ορμητικός, ζωηρός μσν.… …

    Dictionary of Greek

  • 85πάσσων — ον, Α 1. (για άνδρα) εύσωμος και ρωμαλέος 2. (για γυναίκα) αυτή που έχει μεγαλοπρεπές παράστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα παχ τού παχύς* + επίθημα jων (πρβλ. κρείσσων)] …

    Dictionary of Greek

  • 86παλλήκαρος — και παλήκαρος και παλίκαρος, ο νέος εύσωμος, εύρωστος, ρωμαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλληκάρι + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. παίδαρ ος)] …

    Dictionary of Greek

  • 87πανευσθενής — ές, Μ εξαιρετικά σθεναρός, ισχυρότατος, δυνατότατος («πανευσθενὴς πυγμάχος», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐσθενής «ισχυρός, ρωμαλέος»] …

    Dictionary of Greek

  • 88πασίρρωμος — ον, Μ ισχυρότατος, ο πάρα πολύ ρωμαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + ρρωμος (< ῥώμη)] …

    Dictionary of Greek

  • 89παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …

    Dictionary of Greek

  • 90πουτσαράς — ο, Ν 1. αυτός που έχει μεγάλος πέος 2. αυτός που έχει μεγάλη αντοχή στην ερωτική επαφή 3. αυτός που έχει μεγάλη αντοχή στα αφροδίσια νοσήματα 4. (γενικά) άνθρωπος ρωμαλέος, βαρβάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούτσος + μεγεθ. κατάλ. αράς (πρβλ. σωματ αράς)] …

    Dictionary of Greek