ρωμαλέος

  • 71ευσθενής — εὐσθενής, ές (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐϋσθενής, ές) 1. αυτός που έχει σθένος, ο δυνατός, ο ρωμαλέος 2. στερεός, σταθερός («εὐσθενεστάτῃ πίστει λογισμοῡ»). επίρρ... εὐσθενῶς (ΑΜ) με σθένος, με δύναμη μσν. φρ. «εὐσθενῶς ἔχω» έχω το σθένος, έχω τη δύναμη …

    Dictionary of Greek

  • 72ευτονώ — εὐτονῶ, ( έω AM) και ( όω Α) [εύτονος] μσν. ( έω) ενισχύω, ενδυναμώνω κάποιον αρχ. α. ( έω) 1. είμαι ή γίνομαι ρωμαλέος, ισχυρός 2. έχω τη δύναμη να κάνω κάτι, μπορώ β. ( όω) καθιστώ κάτι ισχυρό, τονώνω …

    Dictionary of Greek

  • 73εύρωστος — η, ο (ΑΜ εὔρωστος, ον) 1. ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος («εὔρωστος τὸ σῶμα», Ξεν.) 2. αυτός που έχει ψυχικό σθένος («εὔρωστος τὰς ψυχάς», Αριστοτ.) νεοελλ. ανθηρός, σε καλή κατάσταση («εύρωστη οικονομία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ* + ρωστος (< ρώννυμι… …

    Dictionary of Greek

  • 74θαλερός — ή, ό και ά, ό (AM θαλερός, ά, όν) 1. αυτός που θάλλει, ο ανθηρός («θαλερό φυτό») 2. ο γεμάτος ζωντάνια, ο ζωηρός, ο ακμαίος (α. «θαλερά γηρατειά» β. «θαλερός πόσις εὔχομαι εἶναι», Ομ. Ιλ.) μσν. νεαρός αρχ. 1. γενναίος, ρωμαλέος 2. πυκνός, άφθονος …

    Dictionary of Greek

  • 75ισχυροσώματος — ἰσχυροσώματος, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρό σώμα, ρωμαλέος, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + σώματος (< σῶμα), πρβλ. απαλο σώματος, ηδυ σώματος] …

    Dictionary of Greek

  • 76ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός …

    Dictionary of Greek

  • 77ισχύω — (ΑΜ ἰσχύω) [ισχύς] 1. είμαι ισχυρός, ασκώ επιρροή, επιδρώ («ισχύει η ικανότητα και όχι τα πολιτικά μέσα») 2. έχω νομικό κύρος («η διάταξη δεν ισχύει πλέον») 3. είμαι σε εφαρμογή («το εισιτήριο σας έληξε, δεν ισχύει πια») (νεοελλ. μσν.) έχω τη… …

    Dictionary of Greek

  • 78κραταιός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κραταιός, ά, όν, Α θηλ. και ή) 1. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος (α. «κραταιή δυναστεία» β. «κραταιά αυτοκρατορία» γ. «θάνατος και μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ. δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», Πίνδ.… …

    Dictionary of Greek

  • 79κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… …

    Dictionary of Greek

  • 80κρατησιβίας — κρατησιβίας, ὁ (Α) ρωμαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κρατησι (< κρατῶ) + βίας (< βία), πρβλ. ευρυ βίας, υψι βίας] …

    Dictionary of Greek